- ουράλιος
- -α, -ο [Ουράλια]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Ουράλια Όρη2. φρ. α) «ουράλια βαθμίδα» ή, απλώς, «το ουράλιο»γεωλ. η νεώτερη υποδιαίρεση τού ανώτερου λιθανθρακοφόρου και τών θαλάσσιων πετρωμάτων του, η οποία είναι αντίστοιχη τής στεφάνιας βαθμίδαςβ) «ουράλιο γεωσύγκλινο» — επιμήκης αύλακα τού στερεού φλοιού τής Γης στη Σοβιετική Ένωση, στην οποία αποτέθηκαν ιζήματα κατά τον παλαιοζωικό αιώνα.
Dictionary of Greek. 2013.